- σκανδαλοπλόκος
- ο / σκανδαλοπλόκος, -ον, ΝΜαυτός που μηχανεύεται σκάνδαλα, σκανδαλοποιός.επίρρ...σκανδαλοπλόκως ΝΜστήνοντας παγίδες ή εφευρίσκοντας σκάνδαλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος].
Dictionary of Greek. 2013.